επιίστωρ

επιίστωρ
ἐπιίστωρ, ο (Α)
1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.)
2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ-) τού θέματος Fειδ- τού ρ. oίδα «γνωρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιίστωρ — privy to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιίστορα — ἐπιίστωρ privy to masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιίστορας — ἐπιίστωρ privy to masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιίστορες — ἐπιίστωρ privy to masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιίστορι — ἐπιίστωρ privy to masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιίστορος — ἐπιίστωρ privy to masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”