- επιίστωρ
- ἐπιίστωρ, ο (Α)1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.)2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ-) τού θέματος Fειδ- τού ρ. oίδα «γνωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.